- μισάνθρωπον
- μῑσάνθρωπον , μισάνθρωποςhating mankindmasc/fem acc sgμῑσάνθρωπον , μισάνθρωποςhating mankindneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TIMON — I. TIMON Apolloniates, seu Nicenus Philosophus, qui apud Chalcedonem philosophiam et oratoriam exercuit, carus Ptolelemaeo Philadelpho. Scripsit Tragoedias, Comoedias, et Satyras. Ammarulentus et mordas fuit, Sillorum, i. e. dicacitatum scriptor … Hofmann J. Lexicon universale
μισάνθρωπος — (I) η, ο (ΑΜ μισάνθρωπος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί νεοελλ. αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω τής αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους αρχ.… … Dictionary of Greek
μισόθεος — μισόθεος, ον (ΑΜ) αυτός που μισεί τους θεούς, ασεβής, ανευλαβής («μισάνθρωπον μὲν εἶναί σε... μισόθεον δὲ μηδαμῶς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Θεός (πρβλ. μνησί θεος)] … Dictionary of Greek